Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
-ές, Αὑψήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αύχην].