φιλυδρίδες
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων ποωδών φυτών, με αντιπροσωπευτικό το γένος φίλυδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. philydraceae < φίλυδρος.