ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
κλῐνῆναι: απαρ. Παθ. αορ. βʹ του κλίνω.