φράσσαντο
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monotonic
φράσσαντο: Επικ. γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του φράζω.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
φράσσαντο: Επικ. γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του φράζω.