Φίξ

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φίξ: Φικός, ἡ, Βοιωτ. ἀντὶ Σφίγξ, διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 326, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414D, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.

Greek Monolingual

-ιγγός, ἡ, Α
βλ. Σφιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φίξ: Φῑκός ἡ беот. Hes. = Σφίγξ.