ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ἐρῠγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἐρεύγομαι.
ἐρῠγεῖν: inf. aor. 2 к ἐρεύγομαι.