ἑτερογενῶς
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Russian (Dvoretsky)
ἑτερογενῶς: разнородно, в различных отношениях (διαφέρειν ἀλλήλων Sext.).
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἑτερογενῶς: разнородно, в различных отношениях (διαφέρειν ἀλλήλων Sext.).