συμπιλατικός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Russian (Dvoretsky)
συμπῑλᾱτικός: дор. = * συμπιλητικός.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
συμπῑλᾱτικός: дор. = * συμπιλητικός.