συναρμολογέομαι
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monotonic
συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).