εσπέρας

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

το (AM ἑσπέρας
Μ και ἁσπέρας)
η εσπέρα, το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη γενική του ουσ. εσπέρα. Το ουδ. γένος της λέξεως αναλογικά προς το αντίθετό του το πρωί].