возбуждающий
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Russian > Greek
ἐγερτικός, πληκτικός, κινητήριος, πρακτικός, δραστήριος, παραστατικός, νῆστις, ιδος, κινητικός, διεγερτικός, ἐπεγερτικός, τραχυντικός