λουτρούμαι
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
Greek Monolingual
λουτοῦμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
λουτοῦμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.