Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. and V. ἐραστής, ὁ.
desirer: P. ἐπιθυμητής, ὁ.
like a lover: use adj., P. ἐρωτικῶς.