ακροχορδόνα
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
(Α ἀκροχορδών -όνος), η κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + χορδή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης].
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(Α ἀκροχορδών -όνος), η κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + χορδή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης].