τερατολογώ

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

τερατολογῶ, -έω, ΝΑ τερατολόγος
νεοελλ.
λέω τερατολογίες
αρχ.
1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.)
2. παθ. τερατολογοῦμαι, -έομαι
λέγομαι, αναφέρομαι ως κάτι το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).