οδοντοφυώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

Greek Monolingual

(Α ὀδοντοφυῶ, -έω)
(για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῖν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυῶ (< -φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο-φυώ].