πρυμναίος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία
όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται προς το μέρος της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -αῖος].