ἀδιαπτώτως
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1) безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2) безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).