Δώσων
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek (Liddell-Scott)
Δώσων: -ωνος, ὁ, ἐπωνυμία Ἀντιγόνου τοῦ Β΄, ὁ ἀείποτε μέλλων νὰ δώσῃ, ὁ πάντοτε ὑπισχνούμενος, ἐκ τοῦ μέλλοντος τοῦ δίδωμι, Πλούτ. Κορ. 11. ― Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 238.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
Dosón, e.e., que va a dar (y no da), sobrenombre de Antígono II de Macedonia, Plu.Cor.11.
Russian (Dvoretsky)
Δώσων: ωνος ὁ Досон, «Собирающийся дать», «Вечно обещающий» (прозвище Антигона II Македонского) Plut.