μεγαλοτίμως
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοτίμως: с великим почетом (ἐνδέχεσθαι ἐν τῇ πατρίδι Diog. L.).
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
μεγᾰλοτίμως: с великим почетом (ἐνδέχεσθαι ἐν τῇ πατρίδι Diog. L.).