τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
ἁβροφυής: -ές, ὁ ἁβρὸς τὴν φυήν, πιθ. διορθ. ἀντὶ ἁφροφυής· «καὶ θριδάκων οὔλων ἁβροφυῆ πέταλα», Ἀνθ. Π. 9. 412. ἴδ. ἀφροφυής.
ἁβροφυής: нежный (πέταλα Anth.).