Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
περίεργον: τό1) чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);2) pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).