φαιότης
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.
Russian (Dvoretsky)
φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.
φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.
-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.
φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.