ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
v. intrans.
P. and V. σκαρμαδύσσειν (Xen.; Eur., Cycl.).
Without blinking: use adv., P. ἀσκαρμαδυκτί (Xen.), or adj., Ar. ἀσκαρμάδυκτος.