innovation
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. νεωτερισμός, ὁ, V. ξένωσις, ἡ. Make innovations: P. νεωτερίζειν, νεώτερόν τι ποιεῖν. Make innovations in: P. νεωτερίζειν περί (acc.). The return of the Greeks from Ilium being so long delayed caused many innovations: P. ἡ . . . ἀναχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου χρονία γενομένη πολλὰ ἐνεόχμωσε (Thuc. 1, 12).