Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
subs.
P. and V. ψόφος, ὁ. V. δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.).