οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
Μεσσήνη, ἡ.
Messenian, adj.: Μεσσήνιος.
Messenia: Μεσσηνία, ἡ, Μεσσηνίς (-ίδος) γῆ, ἡ.