кровотечение
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Russian > Greek
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις