υπέροχα
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Translations
gloriously
French: glorieusement; German: ruhmvoll; Greek: ένδοξα, λαμπρά, υπέροχα, περίφημα, θαυμάσια, καταπληκτικά; Ancient Greek: ἐνδόξως, εὐκλειῶς, ἐϋκλειῶς, εὐκλεῶς, περιόπτως; Italian: gloriosamente; Occitan: gloriosament; Portuguese: gloriosamente; Sicilian: gluriusamenti; Spanish: gloriosamente