δεδοξασμένως
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. pas. de δοξάζω de modo renombrado, gloriosamente πόλιν Θεοῦ δ. λαλουμένην Eus.M.23.1049D.
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δοξάζω.
Translations
gloriously
Dutch: roemrijk, heerlijk; French: glorieusement; German: ruhmvoll; Greek: ένδοξα, λαμπρά, υπέροχα, περίφημα, θαυμάσια, καταπληκτικά; Ancient Greek: ἀγακλεῶς, ἀγακλέως, δεδοξασμένως, ἐνδόξως, εὐκλειῶς, ἐϋκλειῶς, εὐκλεῶς, περιόπτως; Italian: gloriosamente; Occitan: gloriosament; Portuguese: gloriosamente; Sicilian: gluriusamenti; Spanish: gloriosamente