ασπιδόδηκτος
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].