χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
ἀκατάψεκτος: -ον, (ψέγω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψέγῃ, ἄμεμπτος, Ἐκκλ. -Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.