βοθρίζω
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Greek (Liddell-Scott)
βοθρίζω: μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
βοθρίζω: μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.