ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
κήνσωρ: -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, τιμητής, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.