ἐμπέδορκος
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπέδορκος: -ον, ὁ μένων ἔμπεδος, σταθερὸς εἰς τὸν ὅρκον του, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 222, 2, ἔκδ. Λ.