ἀταλάντευτος
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλάντευτος: -ον, ὁ μὴ ζυγισθεὶς ἢ μὴ ζυγιζόμενος, ὑπερβολικός, τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 405F.