ἀρρύπαρος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρύπᾰρος: -ον, ὁ μὴ ῥυπαρός, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.