ναυσίπλοος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίπλοος: [ῐ], -ον, ὁ ταξειδεύων διὰ πλοίου, Μανασσ. Χρον. 3907.