ἀδικαιολόγητος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικαιολόγητος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ δικαιολογηθῇ, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 7, σ. 359.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἀδικαιολόγητος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ δικαιολογηθῇ, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 7, σ. 359.