κρεμαστήριον
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
κρεμαστήριον: τό, μικρὸν κόσμημα κρεμώμενον ἐκ περιδεραίου, κτλ., Achmes Ὀνειροκρ. σελ. 229. 20.
κρεμαστήριον: τό, μικρὸν κόσμημα κρεμώμενον ἐκ περιδεραίου, κτλ., Achmes Ὀνειροκρ. σελ. 229. 20.