ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
mĕdĭoxĭmē: (mĕdĭoxŭmē), adv., v. medioximus.
mĕdĭoxĭmē, modérément : Varro Men. 320.