τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
subs.
P. καθαιρέτης, ὁ.
subjŭgātŏr, ōris, m. (subjugo), vainqueur de, qui réduit : Apul. Plat. 2, 7 ; J. Val. 1, 33.