ἀντολικός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντολικός: -ή, -όν, = ἀνατολικός, Παύλου Σιλ. Ἄμβων 241.
Spanish (DGE)
v. ἀνατολικός.