Search results
From LSJ
- ο, θηλ. Τραχωνῑτις -ίτιδος, Α 1. ο κάτοικος της Τραχωνίτιδος Χώρας 2. φρ. «Τραχωνῖτις Χώρα» — χώρα της Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς της ανατολικής677 bytes (37 words) - 14:40, 6 February 2024
- τραχύς; rough district; Trachonitis, a region of Syria: Trachonitis. Τραχωνίτιδος, ἡ, Trachonitis, a rough (Greek τραχύς)) region, tenanted by robbers1 KB (166 words) - 19:00, 17 October 2022
- land as inhabited, a province or country, L marginal reading T Tr WH); Τραχωνίτιδος, τῆς Ἰουδαίας, Γαλατικη, τῶν Ἰουδαίων, τῆς Ἰουδαίας καί Σαμαρείας (A61 KB (5,900 words) - 08:18, 19 November 2024
- καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ2 KB (206 words) - 10:40, 25 August 2023