Θήραθε

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

Θήραθε (Α)
επίρρ. από τη Θήρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Θήρα + -θε(ν)].