Καλλοσύνη

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Russian (Dvoretsky)

Καλλοσύνη:красота (Λήδας Eur.; ἐπέων Democr. ap. Diog. L.).