Κροτωνιάτης

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κροτωνιάτης: ὁ, κάτοικος τῆς Κρότωνος (τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος), Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 9, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα (Α Κροτωνιάτης)
αυτός που κατάγεται από την πόλη Κρότων ή ο κάτοικος αυτής της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κρότων].