Λευκαδίτης

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Λευκαδίτισσα Λευκάδα
ο κάτοικος της Λευκάδας ή αυτός που κατάγεται από τη Λευκάδα.