θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-ή, -ὁ (Μ Ναζιανζηνός και Ναζιανζός, -ή, -όν Ναζιανζόςαυτός που κατάγεται από την πόλη Ναζιανζό («Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός»).