Χρυσίππειος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek (Liddell-Scott)
Χρῡσίππειος: -ον, ὁ τοῦ Χρυσίππου, εἰς τὸν Χρ. ἀνήκων, διαλεκτικὴ Διογέν. Λαέρτ. 7. 180· τὰ Χρυσίππεια, τὰ συγγράμματα αὐτοῦ, Ἀρριαν. Ἐπίκτητ. 2. 16, 34.
Russian (Dvoretsky)
Χρῡσίππειος: II ὁ ученик или последователь Хрисиппа Luc.
хрисиппов Diog. L.